- συγγηρώ
- -άω, Α [σύγγηρος]1. συγγηράσκω2. (για νόσο) κατέχω κάποιον μέχρι τα γεράματά του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγγήρῳ — σύγγηρος growing old with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)